Το μέρος ήταν άγνωστο, ένα κτίριο στην μέση του πουθενά σε μια απέραντη πεδιάδα, δεν υπήρχε ψυχή. Ο Παντελής άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, σε ένα σκούρο γραφείο καθόταν μια όμορφη νεαρή κοπέλα.
Του έγνεψε να πλησιάσει και εκείνος κατευθύνθηκε προς το μέρος της.
-Καλησπέρα Παντελή.
-Καλησπέρα, ποια είσαι εσύ; πως ξέρεις το όνομα μου που βρίσκομαι.
-Πριν λίγο προσπάθησες να περάσεις το δρόμο θυμάσαι;
-Ναι, θυμάμαι, είπε ο Παντελής ξύνοντας το κεφάλι του.
-Ε, λοιπόν δεν τα κατάφερες, σε χτύπησε.... το αυτοκίνητο! αυτό που δεν είδες...
-Δηλαδή; Πέθανα; Είμαι στον Παράδεισο;
-Ε όχι ακριβώς, βασικά ναι πέθανες, αλλά δεν είσαι στον παράδεισο, είπε η κοπέλα γελώντας.
-Εσύ τι είσαι άγγελος; Δαίμονας; Τι είσαι;
-Εγώ είμαι η μαία που σε καλωσόρισε όταν ήρθες στην ζωή και αυτή που σε καλωσορίζει εδώ τώρα που πέθανες με λένε Άννα.
-Δεν σε θυμάμαι, γιατί εσύ ;γιατί όχι κάποιος άγγελος; πλάκα μου κάνετε;
-Δεν ξέρω και δεν με νοιάζει ,του απάντησε εκείνη, όταν εγώ ήρθα εδώ κάποιος με περίμενε ,αλλά μην βιάζεσαι να τα καταλάβεις όλα τώρα, έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου. Θα δεις πολύ κόσμο μια ολόκληρη ζωή θα δεις, είπε και του έδειξε την σκάλα, ανέβα αυτή την σκάλα σε κάθε όροφο θα σε περιμένει και κάποιος , θα κριθείς Παντελή θα δούμε τι έκανες όταν ζούσες, θα δεις και εσύ, πίστεψέ με δεν την ξέρεις την ζωή σου και ας την έζησες, θα κρίνεις και εσύ τι άνθρωπος ήσουν.
Του είπε η Άννα και του έδειξε την σιδερένια σκάλα για τον όροφο.
Ο Παντελής σαστισμένος ανέβηκε αργά σαν να φοβόταν ότι σε κάθε βήμα του θα μπορούσε η σκάλα να πέσει.
Όταν έφτασε στον όροφο είδε ένα διάδρομο με πολλά γραφεία και άλλους ανθρώπους, σαν σε κάποια δημόσια υπηρεσία που λες και είχαν πάει για κάποια προσωπική τους υπόθεση.
Δέκα γραφεία παρακάτω ήταν ένας κύριος μονάχος σαν να περίμενε πελάτη να εξυπηρετήσει. Ο Παντελής κατάλαβε ότι το άδειο κάθισμα μπροστά από το μικρό γραφείο ήταν για εκείνον κατευθύνθηκε προς τα εκεί , όταν όμως έφτασε έμεινε έκπληκτος.
-Δάσκαλε τι κάνεις εδώ; εσύ θα με κρίνεις; απίστευτο.
-Γεια σου μικρέ μου Παντελή, όχι δεν θα σε κρίνω εγώ μόνο θα μιλήσουμε.
-Τι θα πούμε δάσκαλε τι μπορεί να έχω κάνει όταν ήμουν παιδί;
-Το θέμα δεν είναι αν έκανες κάτι κακό όταν ήσουν παιδί, αλλά να κατανοήσεις γιατί 'κανες το ένα ή το άλλο αργότερα, άλλωστε πιο παιδί είναι κακό;
Όταν ήσουν στο σχολείο θυμάσαι τον Πέτρο;
-Φυσικά ήταν ο καλύτερός μου φίλος δάσκαλε, είπε ο Παντελής γελώντας.
-Με τον Πέτρο είχατε και άλλους φίλους, έτσι;
-Ε, ναι φυσικά αλλά εμείς ήμασταν πάντα μαζί.
-Και όταν δεν ήσασταν μαζί ;ζήλευες; θύμωνες;
-Πως σου ήρθε αυτό γιατί να ήμουν θυμωμένος ; Οχι, απλά βαριόμουνα και γούσταρα να κάνουμε πράγματα παρέα.
-Ναι για αυτό και φρόντιζες να μην κάνεις παρέα όποιον φοβόσουν ότι θα κολλήσει με τον Πέτρο ε;
-Δεν ξέρεις τι λες δάσκαλε σκασίλα μου με ποιον θα έκανε παρέα ο Πέτρος στα παλιά μου τα παπούτσια. Εκείνος ήξερε πως με εμένα μόνο περνούσε καλά και για αυτό ήταν συνέχεια μαζί μου.
-Και τι έγινε ο Πέτρος που βρίσκεται τώρα;
-Ε δάσκαλε μεγαλώσαμε έφυγε από την γειτονιά και χαθήκαμε.
-Και χαθήκατε Παντελή; Το ξέρεις ότι αναγκάστηκε να φύγει όταν χώρισαν οι δικοί του ε;
-Ναι το ξέρω το είχαμε συζητήσει;
-Και χαθήκατε; Ή μήπως δεν ήθελες να σε προβληματίζει; Ξέρεις Παντελή που είναι ο Πέτρος τώρα;
-Μετά από 50 χρόνια θες να ξέρω που είναι ο Πέτρος ρε δάσκαλε, σε κάποιο ΚΑΠΗ ρε δάσκαλε θα ναι ή σε κάποιο καφενείο.
-Ένα χρόνο αφού σταμάτησες να ασχολείσαι, σκοτώθηκε με το μηχανάκι του, ΚΑΛΕ του φίλε αλλά δεν το έμαθες ποτέ γιατί είχες βρει νέο φίλο Παντελή κοντά στο σπιτάκι σου και όχι 200 χιλιόμετρα μακριά που ήταν ο Πέτρος.
Ο Παντελής έμεινε για λίγο σιωπηλός θυμήθηκε σαν εχθές τις βόλτες που έκαναν παρέα με το φιλαράκι του με εκείνο το μηχανάκι και έσφιξε η κάρδιά του. Χτύπησε το χέρι του στο γραφείο.
-Και εγώ τι έφταιξα που σκοτώθηκε ε; Εγώ τον σκότωσα.
-Όχι Παντελή εσύ το μόνο που έκανες ήταν να σκοτώσεις την φιλία σας , τα υπόλοιπα ήταν θέμα τύχης. Ο δάσκαλος σιώπησε και του έδειξε την σκάλα στο βάθος.
-Αντίο Παντελή.
-Γεια σου Δάσκαλε αντίο. Με στεναχώρησες.
-Συγνώμη, δεν το ήθελα!
Ο Παντελής προσπέρασε όλα τα γραφεία , περνώντας είδε ανθρώπους που γελούσαν θύμωναν ή εκλέγαν, εκείνος και γέλασε και θύμωσε και έσφιξε η καρδιά του.
Σκατά τι μπέρδεμα, σκέφτηκε, ακόμα και για να πεθάνεις, ταλαιπωρία! Έφτασε στην σκάλα και άρχισε να ανεβαίνει.
Αυτός ο όροφος ήταν διαφορετικός από τον προηγούμενο δεν υπήρχε ψυχή ήταν ένα άδειο τεράστιο δωμάτιο και κάπου εκεί στο βάθος κάποιος στεκόταν σαν να περίμενε το λεωφορείο.
Ποιος είναι τώρα αυτος και τι θα ακούσω πάλι. Μουρμούρισε ο Παντελής.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος πρέπει να τελειώνω, αφού έτσι είναι έτσι θα γίνει σκέφτηκε και προχώρησε ζωηρά προς το μέρος του.
-Όχι ρε πούστη μου απίστευτο ήταν ανάγκη να σε δω και εσένα έλεος!!!
-Γιατί τι σε κάνει να πιστεύεις, ότι εγώ δεν θα έπρεπε να είμαι εδώ;
-Με βασάνισες όσο ζούσα έπρεπε εγώ να σε κρίνω όχι να κρίνεις εσύ εμένα.
-Ε ρε κόλλημα που έχεις φάει ,κανείς δεν σε κρίνει, τι δεν καταλαβαίνεις ρε Παντελή;
-Φυσικά αυτό έλειπε ,με έκρινες εσύ ,όταν έμαθες πως βγαίνω με την κόρη σου είκοσι χρόνο παιδί λες και ήμουν κανένας εγκληματίας.
-Στα μάτια μου έτσι φαινόσουν με τα σκουλαρίκια τα σκισμένα σου τα ρούχα και την σκατόφατσά σου. Έβγαινες με έναν άγγελο και ήσουν σαν παλιάτσος... Ανάθεμα σε!!!
-Έτσι άρεσα στον άγγελό σου σαν παλιάτσος, εσένα τι σε έκοφτε;
-Εσένα τι σε έκοφτε ρε Παντελή το παλικάρι που βρήκε η κόρη σου τι σου έφταιγε το παλικάρι ρε κακομοίρη και τσακωθήκατε. Πέθανες ρε κακομοίρη και το εγγόνι σου δεν το είδες ρεεεε, γιατί; για ένα καπρίτσιο Παντελή.
-Δεν ξέρεις εσύ, δεν έχεις ιδέα ,δεν είναι το ιδιο πράγμα όπως με εμένα και την κόρη σου, εγώ δεν σε γούσταρα, αλλά σε σεβόμουνα.
-Με φοβόσουνα και έκανες την κότα Παντελή και ήθελες το ίδιο και από τον γαμπρό σου αλλά την να κάνουμε αυτός δεν ήταν κότα όπως εσύ… την πηρέ και έφυγε και σπάστηκες τρελάθηκες έχασες την γη κάτω από τα πόδια σου έκλεισες την πόρτα και δεν την άνοιξες ποτέ ξανά και προσπάθησαν Παντελή να τα ξαναβρείτε αλλά εσύ εκεί εγωιστής τι κατάλαβες; η κόρη μου πέθανε από τον καημό της κακομοίρη μου. Εσύ μια κόρη την είχες μια γιορτή δεν άκουσες παιδικά γέλια, μια φορά δεν πήρες αγκαλιά το εγγόνι σου παλιάτσο.
Ο Παντελής έπεσε στα γόνατα και άρχισε να κλαίει και να χτυπάει τα χέρια του στο πάτωμα.
-Σκατά, σκατά τα έκανα κυρ Στέλιο ναι ρε γαμώτο σκατά.
-Αν σε παρηγορήσει καθόλου, το εγγόνι σου θα σε γνωρίσει…στην κηδεία η κόρη σου εχει αναλάβει το όλο θέμα.
Ο Παντελής σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον πεθερό του.
- Η κόρη μου ; ο αδερφός μου δεν μπορούσε ; γιατί δεν μπορούσε;
-Δεν είμαι εγώ αυτός που θα σου πει για τον αδερφό σου δεν γνωρίζω, απάντησε ο κυρ Στέλιος και του έδειξε μια πόρτα στην άκρη του δωμάτιου.
Ο Παντελής άρχισε να περπατά προς την άκρη του τεράστιου δωμάτιου, κοντοστάθηκε, γύρισε το κεφάλι του κοίταξε τον πεθερό του.
-Και εγώ που νόμιζα ότι ο χειρότερος ήσουν εσύ. Αχ… αναστέναξε.
Όταν κοίταξε πάλι μπροστά του δεν βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο ή το ίδιο ήταν; η πόρτα είχε αλλάξει, ήταν ίδια με αυτή την άσχημη πόρτα στο σπίτι του αδερφού του.
-Τελικά κακογουστιά υπάρχει παντού, μονολόγησε και χτύπησε την πόρτα, τίποτα όμως, την ξαναχτύπησε, τίποτα.
-Έχει γούστο να κόλλησε το σύστημα και να μείνω αιώνια έξω από αυτή την κακάσχημη πόρτα.
Γύρισε το κεφάλι του αριστερά και είδε ένα παράθυρο, θα ορκιζόταν ότι πριν δεν υπήρχε τίποτα. Πάω να δω εκεί, σκέφτηκε το πολύ πολύ να με χρεώσουν για ματάκια.
Όταν έφτασε στο παράθυρο είδε γιορτινή διάθεση ήταν μέσα η νύφη του και τα ανίψια του, καθόντουσαν στο καναπέ τους και κάτι έλεγαν που δεν μπορούσε να ακούσει, χτύπησε το παράθυρο, αλλά τίποτα και ποιο δυνατά σαν να ήθελε να το σπάσει αλλά τζίφος σαν να μην υπήρχε ρε παιδάκι μου σαν να ήταν φάντασμα…. Χα χα το δεύτερο μάλλον, σκέφτηκε.
-Θα βάλω το αυτί μου να το δω τι διάολο λένε με τόση χαρά και ακούμπησε το αυτί του στο τζάμι.
-Πω πω τι ξαφνικό ήταν αυτό έλεγε ο ανιψιός του.
-Άστα να πάνε απάντησε η νύφη του, αχ μωρέ τα καημένα για μένα λένε, τους ήρθε ξαφνικό σκέφτηκε.
-Μα να μην δει ολόκληρο Navara που σκατά τα είχε τα μάτια του, στο κώλο καμιάς μικρής;
-Ποια μικρή μωρε ποια μάτια του… καμιά δεκάρα θα ήταν στο έδαφος και την χαλβάδιαζε.
-Ε μα ποια σταματήστε, ακούστηκε μια φωνή και μπήκε στο χώρο ο αδερφός του Παντελή μπορεί να ήταν τσιγγούνης αλλά δεν ήταν πάντα έτσι, άλλαξε και αυτός όπως αλλάξαμε όλοι. Μικρέ αυτός ήταν που πλήρωσε όταν εγώ δεν είχα λεφτά να δώσω για να σε πάρω από το μαιευτήριο και μικρή αυτός ήταν που έδωσε ένα κάρο χρήματα να φτιάξεις τα δόντια σου να είσαι μια κούκλα όπως είσαι σήμερα. Τον θυμάμαι σαν τώρα που όταν έπινε κανένα ποτηράκι μου έλεγε, αχ αυτό το κορίτσι σου, εσύ το έκανες αλλά εγώ χαίρομαι να το βλέπω αδελφούλη.
-Ναι ρε μπαμπά όλα ωραία αλλά μετά… μετά άλλαξε και εμείς ήμασταν μικροί και αυτά που μας λες δεν τα θυμόμαστε.
-Δεν πειράζει παιδί μου τα θυμάμαι εγώ και ναι μετά άλλαξε παντρεύτηκε έκανε οικογένεια είχε να πληρώνει για εκείνους, για την κόρη του. Μικρή όταν ήταν αρρώστησε ,παραλίγο να πεθάνει, με πολύ κόπο και με πολύ προσπάθεια έγινε καλά… όσο δάκρυ έχει ρίξει για το κοριτσάκι αυτό ο θείος σας, δεν το έχει ρίξει κάνεις, άσε τα χρήματα, το κλάμα του θυμάμαι σαν μικρό παιδί και έλεγε εμένα πάρε και άστη θεέ μου. Τελικά δεν πήρε κανέναν και έγινε καλά, ο θείος σας την λάτρευε, μοναχοπαίδι του, όλα τα έκανε για εκείνη. Ως ότου ήρθε στην ζωή της ο Θοδωρής στην αρχή δεν είχε πρόβλημα, όλα ήταν καλά ερχόταν έφευγε αν και δεν του το είχα ο θείος σας ήταν πολύ χαλαρός, μια μέρα όμως έγινε χαμός τον πέταξε έξω από το σπίτι του είπε να μην ξαναπατήσει η μικρή ήταν εκεί η γυναίκα του έκλεγε η κόρη του έκλεγε, αυτός όμως επέμενε σαν να τον τσίμπησε μύγα, αν ξαναπατήσεις εδώ του έλεγε θα σε σκοτώσω… σε μια στιγμή η κόρη του φώναξε, αν φύγει αυτός θα φύγω και εγώ, εκείνος τότε σταμάτησε και της λέει ψύχραιμα, κοριτσάκι μου μην με σταυρώνεις αυτός ο άνθρωπος δεν κάνει για σένα είναι η καταστροφή μας σε παρακαλώ μείνε… μείνε είπε και η θεία σας αλλά εκείνη έφυγε. Από τότε ο θείος σας άλλαξε άλλος άνθρωπος έγινε τα είχε μόνιμα με όλους και με όλα αλλά ποιο πολύ τα είχε με το εαυτό του. Μια φορά που τον συζήτησα του είπα ότι κάνει λάθος ότι πρέπει να φέρει την κόρη του και την εγγόνι του σπίτι. Ξέρετε τι μου είπε; Αυτό είναι το καλύτερο, ότι έχω δίκιο, αλλά ποιος θα φύγει τότε ε; μου είπε αυτός, κανείς του είπα και εδώ κάποιος πρέπει να φύγει; ποτέ δεν το κατάλαβα και ούτε θα το καταλάβω.
-Ρε το θείο καλό ανθρωπάκι ήταν πως του την γύρισε έτσι.
-Δεν ξέρω παιδί μου και τώρα ούτε θα μάθουμε ποτέ, ποτέ δεν έδωσε μια καθαρή εξήγηση για ένα τόσο σοβαρό θέμα.
-Την κηδεία πως και την ανέλαβε όλοι η κόρη του τώρα έγινες εσύ τσιγκούνης;
-Αυτό μην το ξαναπείς τον αγαπούσα τον αδερφό μου δεν φυτρώσαμε, μεγαλώσαμε μαζί, είμασταν παιδία, μαζί γελάσαμε πολλές φορές και μαζί κλάψαμε άλλες τόσες, είμαστε αδέρφια. Η κόρη του ήθελε να κάνει κάτι τελευταίο για εκείνον τον αγαπούσε τον πατέρα της.
Ο Παντελής έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε τα παπούτσια του, ένα ζευγάρι ολσταράκια κόκκινα, άλλο ένα δάκρυ έφυγε από τα μάτια του.
-Πεθαμένος με κόκκινα ολασταράκια και να κλαίω.... Ακόμα δεν είμαι στην κόλαση!; Αναφώνησε δυνατά.
Το παράθυρο είχε γίνει τοίχος και όταν γύρισε το κεφάλι αντίκρυσε τον κήπο του σπιτιού του όχι αυτό που είχε φτιάξει εκείνος με την μεγάλη πισίνα με τον απέραντο χώρο στρωμένη με γκαζόν, ήτανε ο κήπος του πατρικού του σπιτιού και εκεί μέσα στις τριανταφυλλιές στο όμορφο αίθριο με το ξύλινο παγκάκι, καθόταν εκείνη σαν τότε με τα όμορφα καστανά μαλλιά της και τα αμυγδαλωτά καστανά ματάκια της. Τον κοίταξε ναζιάρικα κουνώντας το χέρι της νωχελικά να πάει κοντά της.
Προχώρησε διστακτικά προς το μέρος της, είχαν περάσει πολλά χρόνια που είχε να την δει και τα μάτια του είχαν ξεκινήσει να βουρκώνουν. -Καλώς τον, καλώς την αγάπη μου!!! του είπε λίγο προτού καθίσει στο ξύλινο παγκάκι μέσα στο το αίθριο. -Μου έλειψες, τα χρόνια πέρασαν και κάθε μέρα σε σκεφτόμουνα, μαύρισε η καρδία μου! -Μην στεναχωριέσαι, τώρα θα είμαστε μαζί, για πάντα! Σηκώθηκε απότομα και της γύρισε την πλάτη. -Δεν ξέρω, το θέλω πολύ αλλά μετά από ολα αυτά τα χρόνια κατάλαβα πως έκανα λάθος, δεν έπρεπε να επιλέξω εσένα, το παιδί μου έπρεπε να επιλέξω να πάει στο διάολο και αυτός ο κερατάς και να έχω ξεκαθαρίσει τα πάντα. -Σταμάτα να κατηγορείς τον εαυτό σου, έκανες το σωστό! -Ποιο σωστό; να καλύπτω εσένα; να με έχουν όλοι για τον παράξενο τον τρελό τον κακό; να μην δω ποτέ το εγγόνι μου; να μην ξαναμιλήσω με το παιδί μου ε; Έκανε να βήμα προς το μέρος της την άρπαξε απο τους ώμους και την κοίταξε στα μάτια. -Πως σου ήρθε μωρέ πως; έπρεπε από τόσους άνδρες να πηδηχτείς με τον γαμπρό σου. Η κόρη σου ήταν έγκυος και εσύ πηδήχτηκες με τον άντρα της, στο σπίτι μας στο κρεβάτι μας; Εγώ τι να έκανα; μπήκα στο δωμάτιο και σας είδα, σας έπιασα. Τα μάτια του είχαν κοκκινήσει από το κλάμα και συνέχισε με αναφιλητά. -Θυμάσαι τι μου είπε το καθίκι, ''μην πείς τίποτα στην κόρη σου γιατί θα με χωρίσει θα μισήσει την μάνα της και δεν θα σας ξαναμιλήσει, θα χάσουμε όλοι'' και ξέρεις τι; είχε δίκιο αλλά υπήρχε και άλλη επιλογή, υπήρχε, να σε χωρίσω και να ζήσω με το παιδί μου, αλλά σε αγαπούσα ο μαλάκας ακόμα σε αγαπάω δεν μπορούσα να σε χάσω και έτσι έκανα το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου και έχασα το παιδί μου. - Πάνε τώρα όλα αυτά και ξέρεις κάτι θα έχεις την ευκαιρία σου. Να θυμάσαι κάτι, οτι μέχρι που πέθανα ποτέ δεν συγχώρησα τον εαυτό μου για αυτό που σου έκανα, είσαι ένα διαμάντι ενας άνθρωπος με αγάπη στην ψυχή του. Συγνώμη για τελευταία φορά, όλα θα πάνε καλά, ζήσε!!!
Όταν άνοιξε τα μάτια του το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ο αδερφός του.
- Καλά ρε πας καλά δεν είδες το αυτοκίνητο αν δεν ήμουν εδώ θα είχες αποδημήσει εις Κύριον.
- Τι έγινε γιατί με πονάει τόσο το κεφάλι μου! απάντησε ο Παντελής.
- Όλος τυχαίος βρέθηκα εδώ, είχα πάει να πάρω ένα καφέ και σε είδα, ξεκίνησα να έρθω να σου πώ ένα γειά και εσύ πήγαινες ντουγρού για να περάσεις το δρόμο χωρίς να κοιτάξεις τίποτα παραλίγο να σε πατούσε ένα φορτηγάκι. εεε σε τράβηξα έπεσες σαν κουράδα κάτω και χτύπησες το κεφάλι σου, είσαι κανα δεκάλεπτο χωρίς να σαλεύεις.
- Δηλαδή ζώ ε; είπε σαστισμένα ο Παντελής
- Ναι ζεις θα μας θάψεις όλους εσύ!
- Άκου η Σταματίνα με είχε κερατώσει με το γαμπρό μου....
Ο Νίκος σάστισε.
- Ρε κουνήθηκε ο εγκέφαλός σου; τι λές;
- Ναι αλήθεια σου λέω για αυτό τον έδιωξα απο το σπίτι, για αυτό τα έκανα όλα αλλά φτάνει ως εδώ ήρθε ο καιρός να μπεί ο κάθε ένας στην θέση του. Είπε ο Παντελής και σηκώθηκε πάνω.
- Φεύγω τα λέμε στο σπίτι θα έρθω να σας δώ.
Ο Νίκος είχε μείνει γονατιστός να κοιτάει τον αδερφό του, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του σηκώθηκε επάνω και φώναξε.
- Περίμενε ρε γεροξεκούτη θα έρθω μαζί σου, κάτι τέτοια δεν είναι να τα χάνω και έτρεξε πίσω από τον αδερφό του!!!
Ο Παντελής χτύπησε την πόρτα της κόρης του. Όταν άνοιξε η πόρτα για λίγο σταμάτησε ο χρόνος, ήταν ο γαμπρός του. - Τι θες εσύ εδώ τον ρώτησε, γειά σου Νίκο είπε στον αδερφό του που στεκόταν ενα μέτρο πίσω του. - Καθίκι, ήρθε η ώρα να πληρώσεις, που είναι η κόρη μου; είπε με φωνή όλο χαρά ο Παντελής. Εκείνη την στιγμή ήρθε η Δάφνη η κόρη του, με την μικρή Σταματίνα - Μπαμπά τι θέλεις εδώ; - Πρώτα να με συστήσεις σε αυτό το γλυκό πλάσμα που στέκεται δίπλα σου και μετά θέλω να σου μιλήσω.
Αυτό ήταν, ο Παντελής για πρώτη φορά αγκάλιασε την εγγονή του και ο κόσμος του έγινε καλύτερος, ένιωσε όλη την αγάπη που είχε στην γυναίκα του, γύρισε και κοίταξε τον γαμπρό του.
- Ξέρεις, θα τα πείς εσύ ή πρέπει να ξεκινήσω εγώ, του είπε κοιτώντας τον στα μάτια.
- ΘΑ ΤΑ ΠΩ σταμάτα σε παρακαλώ, ζω και εγώ χρόνια με αυτό το μυστικό και με σκοτώνει.
Ο Θοδωρής έκατσε και εξήγησε στην Δάφνη τα πάντα. Ήταν μονόδρομος η απόφαση της Δάφνης να τον στείλει στο διάολο!
- Κέρδισες, έτσι πιστεύεις !!! είπε ο Θοδωρής στον Παντελή.
- Δεν υπάρχουν νικητές σε αυτή την ιστορία Θοδωρή υπάρχει ένα καθίκι, ένας γέρος και μία κοπέλα με ένα κοριτσάκι που θα καταφέρουν στο τέλος να ζήσουν ευτυχισμένα και εφόσον δεν είσαι γέρος κατάλαβες σίγουρα ποιο είναι το καθίκι!
Η ζωή κύλισε η Δάφνη έφτιαξε την ζωή της η Σταματίνα μεγάλωσε και ο Παντελής μετα απο 5 χρόνια πέθανε, έζησε όμως τα καλύτερα χρόνια της ζωής του και έφυγε με όλους τους αγαπημένους του γύρω του, λίγο πριν κλείσει τα μάτια του τον άκουσαν να λέει... ΄Γειά σου κορίτσι μου, τα έφτιαξα όλα και γύρισα, σε αγαπώ πολύ, για πάντα!!!!